Στην περιοχή Κρεμαστή που βρίσκεται σε απόσταση λίγο περισσότερο των τριών (3) χιλιομέτρων οδικώς βορειοδυτικά της Αγίας Παρασκευής, στον δρόμο που συνδέει την Αγία Παρασκευή με την Στύψη και το βόρειο τμήμα του νησιού της Λέσβου, σώζεται ακέραιο σε πολύ καλή κατάσταση το τοξωτό μεσαιωνικό Γεφύρι της Κρεμαστής, ίσως το εντυπωσιακότερο και ομορφότερο γεφύρι της Λέσβου. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα έργα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στην Λέσβο, ένα κομψότατο διατηρητέο μνημείο της ιστορίας του νησιού μας.
Το Γεφύρι της Κρεμαστής αποτελούσε μέχρι και τον 20ο αιώνα «ζεύγμα», γέφυρα του ορμητικού ποταμού «Τσικνιά», ο οποίος αρχίζει να παίρνει τα νερά του κάτω από την Κάπη, δέχεται όλα τα νερά της νότιας πλευράς του Λεπέτυμνου και εκβάλλει στον κόλπο Καλλονής. Φυσικά το μεσαιωνικό γεφύρι έχει αντικατασταθεί από μία μεγάλη σύγχρονη γέφυρα, που αποτελεί μέρος του σημερινού δρόμου. Μάλιστα από το 2013 ο δρόμος από την πλευρά της Αγίας Παρασκευής μέχρι το γεφύρι της Κρεμαστής έχει ασφαλτοστρωθεί.
Το γεφύρι είναι μεσαιωνικό, αλλά δεν είναι αποδεδειγμένο πότε ακριβώς φτιάχτηκε. Μία πιθανή περίοδο κατασκευής της γέφυρας θεωρείται η εποχή που κυριαρχούσαν οι Γατελούζοι στο νησί της Λέσβου (1355-1462) για την εξυπηρέτηση των στρατιωτικών σκοπών τους (οδική σύνδεση Μυτιλήνης-Μήθυμνας για επικοινωνία των δύο κάστρων, τροφοδότηση της βίγλας-παρατηρητηρίου της ίδιας περιόδου που λειτουργεί στο Λεπέτυμνο), αλλά και των εμπορικών αναγκών τους. Ωστόσο αρχιτεκτονική και ιστορική έρευνα το τοποθετεί μεταγενέστερα, γύρω στον 16ο αιώνα, καθώς μοιάζει με τα ψηλοκρεμαστά ηπειρώτικα γεφύρια που χρονολογούνται από τον 16ο έως και τον 19ο αιώνα.
Το Γεφύρι της Κρεμαστής πρόκειται για ένα αριστούργημα τεχνικής που δείχνει τις γνώσεις των κτιστών και ισναφιών της εποχής. Είναι μονότοξο και η καμάρα του φθάνει στο ύψος των 8,55 μέτρων και το άνοιγμά του τόξου στα 14 μέτρα. Το μήκος του καμπυλωτού και καλντριμωτού καταστρώματος είναι περίπου 50 μέτρα και το πλάτος περίπου 3,50 μέτρα. Λαξευμένοι, ορθογώνιοι λιθόπλινθοι, τρεις στην κάθε σειρά (κατά πλάτος) φτιάχνουν ένα κυκλικό τόξο που στην κορυφή του είναι τόσο λεπτό όσο το πλάτος του ενός λίθου. Από επάνω περνά ένα λιθόστρωτο πλαισιωμένο με μεγαλύτερες πλάκες στα δύο άκρα. Το τόξο πατεί σε ισχυρές βάσεις από επίσης λαξευμένους λίθους που χώνονται μέσα στη κοίτη του ποταμιού. Τα δύο τρίγωνα που στηρίζονται στα κράσπεδα της όχθης είναι κτισμένα με λαξευμένες και ημιλαξευμένες πέτρες. Συνδετικό υλικό αποτελεί το ισχυρό κουρασάνι, παραδοσιακό μείγμα αιώνων. Εντοιχισμένο στο μεγαλόπρεπο γεφύρι συναντούμε αρχαίο υλικό το οποίο εικάζεται ότι προέρχεται από το Αρχαίο Ιερό της Κλοπεδής αλλά και από τα μέλη (όπως τμήματα θωρακίων και αμφικιονίσκων) ενός παλαιοχριστιανικού ναού, ερείπια του οποίου σώζονται σε κοντινή απόσταση, δίπλα από το εξωκλήσι του Αγίου Θεράποντα.
Η τοπική παράδοση έχει συνδέσει την κατασκευή του γεφυριού της Κρεμαστής με μια ιστορία παρόμοια με αυτή του γεφυριού της Άρτας, δηλαδή τον εντοιχισμό της γυναίκας του πρωτομάστορα στα θεμέλιά του. Χαρακτηριστική είναι η εξιστόρηση του θρύλου από τον Αγιαπαρασκευώτη φιλόλογο, ιστορικό και λαογράφο Χρίστο Παρασκευαΐδη (1869-1937) στο βιβλίο του «Η παλαιά Αγία Παρασκευή Λέσβου – Ιστορικά, γενεαλογικά και λαογραφικά ανάλεκτα» (1936):
¨Άδεται ότι την κατασκευήν της γέφυρας ανέλαβον δυο αδελφοί εργολάβοι, οι οποίοι όμως δεν κατώρθωνον να στερεώσωσιν αυτήν, διότι όσον μέρος της γέφυρας εκτίζετο την ημέραν, κατεκρημνίζετο την νύκτα και τούτο συνέβαινεν επί πολλάς ημέρας προς μεγίστην απελπισίαν των εργολάβων, οίτινες διέβλεπον την άφευκτον αυτών οικονομικήν καταστροφήν. Τότε παρεμβαίνει ο συνήθης εις τοιούτους θρύλος διάγγελος της βουλής των Θεών, ο οιωνός, «το πουλί», το οποίον με ανθρώπινης λαλιάν ζητεί δια το «στοιχειό» την γυναίκα του «πρωτομάστορη». Αλλ’ οι εργολάβοι είναι δύο και αφίνουσιν εις την μοίραν να επισημάνη το θύμα. Συμφωνούν να θυσιάσουν εντειχίζοντες εις το σκέλος της γέφυρας εκείνην εκ των συζύγων των, η οποία πρώτη θα έφερε την επαύριον από το χωριόν το φαγητόν του συζύγου της. Η μοιραία γυνή ωνομάζετο Αρετή και φεύγει αφήσασα το βρέφος εις το λίκνον και τα ψωμιά εις τον φούρνον, με την παράκλησιν:
Κούνια μου, κούνει το παιδί, κι αν κλάψη δος του γάλα
Φούρνε μου, ψήσε το ψωμί, όσο να πάω και να ναρθω
Ο σύζυγος της αφήκε τυχαίως δήθεν να πέση το δακτυλίδι του εις τα θεμέλια της γέφυρας, η δε Αρετή έσπευσε να καταβή, δια να το λάβη. Εις εν νεύμα του ανδρός της οι κτίσται ενετείχισαν αυτήν ασυγκίνητοι προς τους θρήνους της δια τον σκληρόν θάνατον. Και σήμερον ακόμη οι διαβάτοι μετά συγκινήσεως ατενίζουν την γέφυραν, ήτις εστερεώθη δι’ αίματος και εδάμασε την ορμήν του ποταμού, εις τα ύδατα του οποίου ανθρώπιναι υπάρξεις κατ’ έτος εχάνοντο.”
Στην κορυφή της καμάρας υπάρχει ένας λευκός γωνιόλιθος με εγχάρακτο σταυρό και εικάζεται ότι από κάτω είναι το σημείο εντοιχισμού της γυναίκας του πρωτομάστορα. Στη βάση του γεφυριού μέσα σε μία τρύπα οι παλαιοί αγρότες που πήγαιναν το χειμώνα για το ελαιομάζωμα, άφηναν ψωμί και τυρί λέγοντας: «Αριτή, τσαρά-Αριτή, έλα να ζ’ δώσου ψουμί τσι τυρί».
Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το ιστολόγιο:
https://agiaparaskevionly.wordpress.com/