Στα “Μέσσα”, όπου και ο ομώνυμος οικισμός, 9 χλμ νοτιοανατολικά της Αγίας Παρασκευής και μόλις 800 μ από την Εθνική Οδό προς Μυτιλήνη, έχουν αποκαλυφθεί τα ερείπια του μεγάλου και σημαντικού για τη Λέσβο Ιερού, όπου έδρευε το «Κοινό των Λεσβιακών πόλεων» του 4 π.Χ. αιώνα, αφιερωμένο πιθανόν στη λεσβιακή τριάδα Δία, Ήρα, Διόνυσο. Πρόκειται για ένα Ιωνικό ναό οκτάστυλο ψευδοδίπτερο, ο μοναδικός του ρυθμού αυτού στον ελλαδικό χώρο. Το όνομα του ιερού προέρχεται από το αρχαίο όνομα «το Μέσσον», που δηλώνει το μέσον του νησιού. Η καίριά του θέση χωρίς, άλλο έκανε να γίνει το ιερό κέντρο παλλεσβιακής λατρείας και επαφής. Εκεί γίνονταν κάθε χρόνο εορτές κοινές των Λεσβίων, στις οποίες λατρεύονταν οι θεοί της τριάδας και μάλιστα η «Αιολήια θεός πάντων γενέθλα», που ήταν η κατεξοχήν προστάτρια των αιολικών γενών και ταυτίζεται με την Ήρα. Προς τιμήν της γίνονταν και τα καλλιστεία όπου κρίνονταν για την ομορφιά του οι «Λεσβίδες ελκεσίπεπλοι», στριφογυρίζοντας στο χορό και συγκρατώντας τους μακρείς χιτώνες τους ενώ γύρω ηχούσαν θεσπέσια οι ιερές ιαχές των γυναικών, όπως μας αναφέρει ο λυρικός ποιητής Αλκαίος. Κατά τους Χριστιανικούς χρόνους το ιερό μετατράπηκε σε παλαιοχριστιανική κοιμητηριακή Βασιλική, την οποία διαδέχτηκε κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους μικρότερος ναός αφιερωμένος στον Ταξιάρχη (Αρχάγγελο Μιχαήλ). Το εκκλησάκι συν τω χρόνω μετατράπηκε σε ερείπια, αλλά η λατρεία του Ταξιάρχη συνεχίζεται μέχρι σήμερα, πάνω στα ερείπια του παλιού Ναού. Στο χώρο του ιερού το 2005 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανάδειξης και αναστύλωσης από την Κ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, λειτουργεί ημιυπαίθριος μουσειακός χώρος με τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού και υπαίθριο αμφιθέατρο εκδηλώσεων. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι επισκέψιμος καθημερινά (8:00-15:00) εκτός Δευτέρας, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Το ιερό των Μέσσων αποτελεί το σημαντικότερο μνημείο της λεσβιακής ιστορίας και είναι ο μοναδικός οργανωμένος επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος της Λέσβου σήμερα.

Πιο αναλυτικά, το Ιερό του Μέσσου βρίσκεται στη θέση «Κουκάλα» ή «Κοκκάλα» της περιοχής Μέσσα στην αγροτική περιφέρεια της Αγίας Παρασκευής Λέσβου, σε απόσταση 10 περίπου χιλιομέτρων οδικώς νοτιοανατολικά της Αγίας Παρασκευής επί της εθνικής οδού Μυτιλήνης-Καλλονής. Στην αρχαιότητα βρισκόταν κοντά στα βόρεια σύνορα της επικράτειας της αρχαίας πόλης Πύρρας και στο μέσο (κέντρο) της Λέσβου, από όπου η περιοχή πήρε το όνομα της, «Μέσσον», με τον αιολικό τύπο της λέξης.
Πρώτος ο Γάλλος περιηγητής M. Boutan το 1855 αναφέρει τον ναό του Μέσσου κοντά στην αρχαία πόλη της Πύρρας και στα 1885 – 1886 ο Γερμανός αρχαιολόγος R. Koldewey με τους συνεργάτες του ανασκάπτουν μεγάλο μέρος του. Το 1967-1968 συνεχίζεται η ανασκαφική έρευνα στον ναό και δοκιμαστικές τομές ρίχνουν φως στον ευρύτερο χώρο του μνημείου. Ανασκαφικές επεμβάσεις γίνονται κατά διαστήματα από το 1995 μέχρι το 1997, ενώ οι πρόσφατες εργασίες διαμόρφωσης και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου που ξεκίνησαν το 2002 και ολοκληρώθηκαν το 2004 στο πλαίσιο του Γ’ ΚΠΣ ολοκληρώνουν την εικόνα του Ιερού στην αρχαιότητα και στις μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους.

Ο ιωνικός ναός του Μέσσου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Λέσβου. Από τον αρχαίο ναό σώζεται μόνο η θεμελίωσή του και το εσωτερικό των βαθμίδων της κρηπίδας, ενώ φαίνονται η κόγχη του Ιερού της παλαιοχριστιανικής βασιλικής και ο μεταβυζαντινός ναΐσκος του Ταξιάρχη. Ο οκτάστυλος ψευδοδίπτερος ιωνικός ναός του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα π.Χ. ενσωμάτωσε το αρχαϊκό λατρευτικό κτίριο με τα προκτίσματά του. Στον 3ο – 4ο αιώνα μ.Χ. ο ναός καταστρέφεται, τα αρχιτεκτονικά μέλη του κυριολεκτικά θρυμματίζονται και ασβεστοποιούνται στους κλιβάνους, που κτίζονται σε επαφή και γύρω του. Η βασιλική των παλαιοχριστιανικών χρόνων κτίζεται πάνω στο δάπεδο του υστεροκλασικού ναού, ενώ η λατρεία συνεχίζεται στην ίδια θέση μέχρι σήμερα στο μεταβυζαντινό ναΐσκο του Ταξιάρχη. Οι Χριστιανικοί ναοί ήταν κοιμητηριακοί, όπως φαίνεται από τους ανασκαμμένους τάφους στο δάπεδο του αρχαίου ναού και στη γύρω περιοχή.
Το εύθρυπτο υλικό της θεμελίωσης οδήγησε στη λήψη άμεσων μέτρων για την προστασία του με την επικάλυψή του με προστατευτικό κονίαμα. Στην επιφάνεια του ναού τοποθετούνται σφόνδυλοι κιόνων στο πτερό και στον οπισθόδομο, καθώς και λίθοι στην θέση των παραστάδων. Έτσι ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και το μέγεθος του ναού. Μετά την ένταξη του έργου στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Βορείου Αιγαίου 2000-2006 πραγματοποιήθηκαν στο χώρο εργασίες με βάση την εγκεκριμένη μελέτη, οι οποίες περιλάμβαναν αποψιλώσεις, αποχωματώσεις, διαμορφώσεις, αποστράγγιση του ναού και του χώρου, κατασκευή δικτύου ομβρίων υδάτων, ύδρευσης και άρδευσης, αντιστηρίξεις, συντηρήσεις των αρχιτεκτονικών μελών και της σωζόμενης θεμελίωσης του ναού, δίκτυα φωτισμού και πυρόσβεσης, διαδρομές περιήγησης, εξωτερική περίφραξη και φύτευση του περιβάλλοντος χώρου του μνημείου. Κατά τη διάρκεια των εργασιών προστασίας του ναού δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην αποστράγγιση του χώρου από τα άφθονα αναβλύζοντα νερά της περιοχής, η υψηλή στάθμη των οποίων δεν μειώνεται ούτε το καλοκαίρι, και στη συντήρηση της επιφάνειας του ναού. Η διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου έλαβε υπόψη όλες τις παραμέτρους ώστε να γίνει επισκέψιμος. Στην είσοδο του χώρου κατασκευάστηκε λιθόκτιστο ισόγειο κτήριο με χρήση φυλακίου – εκδοτηρίου εισιτηρίων και σε υπερυψωμένο πλάτωμα υπάρχει ημιυπαίθριο εκθετήριο, που φιλοξενεί αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, όπως τμήματα κιονόκρανων, τα στοιχεία του ιωνικού κίονα και του θριγκού και τα νέα στοιχεία της ανωδομής του ναού, συνοδευόμενα από πληροφοριακό υλικό.
Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να θαυμάσει από κοντά τη μικροτεχνική διακόσμηση των αρχιτεκτονικών μελών και να δει το ναό από τα δυτικά, να διαπιστώσει το μέγεθος και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του και να «φαντάζεται» το μνημείο στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο. Ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί στον αρχαιολογικό χώρο και να φθάσει στο μικρό αμφιθέατρο χωρητικότητας 200 ατόμων μέσω των πλακόστρωτων διαδρομών, ενώ έχει τη δυνατότητα να δει από κοντά το ναό και να έχει πρόσβαση στο ναΐσκο του Ταξιάρχη από τον ξύλινο διάδρομο.
«Εν τω ϊρω τω εμ Μέσσω» οι τέσσερις πόλεις της Λέσβου, η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα και η Ερεσός, συγκεντρώνονται και συναποφασίζουν για την «αύξησιν και ομόνοιαν των Λεσβίων», όπως μας πληροφορεί μια επιγραφή, που χρονολογείται στα 200-167 π.Χ. «Εις Μέσσον» έρχονται δικαστές από τη Μίλητο για να επιλύσουν τις διαφορές των δύο πόλεων της Λέσβου, της Μήθυμνας και της Ερεσού. Το παλλεσβιακό Ιερό του Μέσσου φαίνεται ότι ενώνει τη μοίρα του με το Κοινό των Λεσβίων από τα αρχαϊκά χρόνια μέχρι το 2ο αι. μ.Χ.. Με το Ιερό αυτό οι μελετητές ταυτίζουν το «εύδειλον τέμενος μέγα ξύνον», που αναφέρει ο Λέσβιος ποιητής Αλκαίος. Στο τέμενος αυτό οι Λέσβιοι καθιέρωσαν βωμούς στη λατρεία των «αθάνατων μακάρων», δηλαδή του Δία αντίαου, της «Αιολήιας θέου πάντων γενέθλια», που ταυτίζεται με την Ήρα, και του «κεμήλιου Ζόννυσσου ωμήσταν» (Διονύσου) (της λεγόμενης Λεσβιακής Τριάδας). Ο ίδιος ποιητής μας πληροφορεί για τις ετήσιες γιορτές και για τα καλλιστεία, που διεξάγονταν στο τέμενος. Η μεταγενέστερη ελληνιστική παράδοση φανταζόταν την ποιήτρια Σαπφώ να συνοδεύει με τη λύρα της τα κορίτσια της Λέσβου στο χορό και στο τραγούδι στο «τέμενος γλαυκόπιδος αγλαόν Ήρης». Η ταύτιση του Ιερού του Μέσσου με το «εύδειλον τέμενος μέγα ξύνον» του ποιητή Αλκαίου γίνεται από τον L. Robert το 1960. Με τον τρόπο αυτό, ο ίδιος μελετητής αποδίδει τη λατρεία της «Λεσβιακής Τριάδας» (Δίας, Ήρα, Διόνυσος) στο Ιερό του Μέσσου.
Η ενότητα των πέντε πόλεων της Λέσβου (Μυτιλήνης, Μήθυμνας, Άντισσας, Ερεσού και Πύρρας) την περίοδο της απελευθέρωσης του νησιού από το Μ. Αλέξανδρο, εκφράζεται με την ανέγερση ενός σημαντικότατου μνημείου στο κέντρο του νησιού, στο «Μέσσον». Το κτίσμα του οκτάστυλου ψευδοδίπτερου ιωνικού ναού στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. φαίνεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Κοινού των Λεσβίων. Στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. το Ιερό, εκτός από κοινός τόπος λατρείας, αποτελεί την έδρα του Κοινού των Λεσβίων και τον τόπο συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων των πόλεων του νησιού. Στα χρόνια αυτά το Ιερό του Μέσσου ενώνει του Λέσβιους με θρησκευτικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και δικαστικούς δεσμούς. Οι επιγραφές και τα νομίσματα των ρωμαϊκών χρόνων αναφέρονται στους Λέσβιους ως σύνολο και στο ΚΟΙΝΟΝΛΕΣΒΙΩΝ ή ΚΟΙΛΕCΒΙΩΝ. Στον οπισθότυπο νομισμάτων του Κομμόδου, (180-192μΧ) εικονίζεται ένας οκτάστυλος ναός με την επιγραφή του κοινού στο κάτω μέρος του νομίσματος.
Η ιστοσελίδα του Αρχαιολογικού Χώρου Ιερού του Μέσσου στον κόμβο «Οδυσσεύς» του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2560