Έρευνα-Κείμενο: Λίλλιαν Αχειλαρά, Αρχαιολόγος, επίτιμη Έφορος των Αρχαιοτήτων
από το βιβλίο Αγία Παρασκευή-Νάπη: Γνωριμία με τον Τόπο και τους Κατοίκους του (κεφάλαιο: Προϊστορική Περίοδος Αρχαία Χρόνια, Πύρρα, σελ 35-40)
Αρχαίες πηγές και Ιστορία
Η ίδρυση της Πύρρας, ανάγεται στους χρόνους του ερχομού και της εγκατάστασης των Αιολέων στη Λέσβο, περίπου στους τελευταίους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Οι φιλολογικές μαρτυρίες μας δίνουν πληροφορίες για την ιστορία της πόλης και της επικράτειας της από το τέλος του 7ου αι. π.Χ. και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Η Πύρρα ήταν δεμένη με τη Μυτιλήνη σε όλη την διάρκεια της ιστορίας της. Είναι γνωστό ότι στην Πύρρα εξορίστηκαν οι Λέσβιοι λυρικοί ποιητές Αλκαίος και Σαπφώ μαζί με τους άλλους συντρόφους τους μετά την προδοσία, από τον πρωτεργάτη Πιττακό, των σχεδίων της συνωμοτικής «εταιρείας», που είχε σκοπό να χτυπήσει τον τύραννο της Μυτιλήνης Μύρσιλο. Επίσης στα σχέδια της Μυτιλήνης για το «συνοικισμό» των λεσβιακών πόλεων στην πόλη της Μυτιλήνης και στην αποστασία των λεσβιακών πόλεων (428 π.Χ.) κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Πύρρα ήταν με το μέρος της Μυτιλήνης. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάληψη της πόλης από τον Αθηναίο Πάχη, ο οποίος δεν απομάκρυνε από την πόλη τους ολιγαρχικούς συμμάχους της Μυτιλήνης. Έτσι ο εκπρόσωπος της Σπάρτης Σάλαιθος αποβιβάστηκε στην Πύρρα και στη συνέχεια από τη ξηρά μπόρεσε να μπει κρυφά στην πολιορκημένη Μυτιλήνη. Η ιστορία της Πύρρας από το 412 π.Χ. μέχρι το 389 π.Χ. σηματοδοτείται από την εναλλαγή της κυριαρχίας των Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων στην πόλη. Το 373 π.Χ. εισέρχεται στη Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία και μάλιστα σε αθηναϊκό ψήφισμα του 368/7 π.Χ. αναφέρονται σύνεδροι των Πυρραίων και των άλλων Λεσβιακών πόλεων. Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. ο Μενέδημος, ο μαθητής του Πλάτωνα, μεταβαίνει στην Πύρρα για τη ρύθμιση της πολιτείας («διακοσμήσοντα τὴν πολιτείαν»).

Από την ελληνιστική εποχή η Πύρρα ως «πόλις-κράτος» δεν αναφέρεται στις πηγές. Στην ανανέωση του Κοινού των Λεσβιακών πόλεων, πιθανόν μέσα στην πρώτη δεκαετία του 2ου αι. π.Χ., η Πύρρα δεν αναφέρεται. Αυτό επιβεβαιώνεται από την πληροφορία του Στράβωνα (13. 2. 4) ότι η Πύρρα είχε καταστραφεί «Πύρρα κατέστραπται, …». Ο Plinius δίνει την ερμηνεία αυτής της καταστροφής: Pyrrha hausta est mari (Historia Natura V. XXXIX,139 και ΙΙ. XCIV, 206). Για την Πύρρα έχει γίνει η υπόθεση ότι ο σεισμός του 231 π.Χ. και τα παλιρροϊκά κύματα, που τον συνόδευαν, κατέστρεψαν την πόλη και τις παραθαλάσσιες εκτάσεις της, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να επιβιώσει ως ανεξάρτητη πόλη. Η επικράτεια της ενώθηκε με αυτήν της Μυτιλήνης έτσι, όπως πολιτικά και γεωγραφικά ήταν δεμένη από την αρχή της ιστορίας της. Μάλιστα μια απογραφή των κτημάτων της Πυρραίας, που αφορούσε μια φορολογική μεταρρύθμιση της εποχής του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στο τέλος του 3ου αι. μ.Χ. – αρχές του 4ου αι. μ.Χ., βρέθηκε στη Μυτιλήνη. Ανάμεσα στα «χωρία» (κτήματα και τοπωνύμια) της επιγραφής αναφέρεται και αυτό του «Πυῤῥίου», που με πιθανότητα αποδίδεται στη θέση της αρχαίας πόλης.

Οι φιλολογικές πηγές μας δίνουν λίγες πληροφορίες για την Πύρρα. Ο Διόδωρος ο Σικελός μας πληροφορεί το όνομά της: «Πυρραίων πόλις» (Βιβλιοθήκη ΧΙΙΙ 100. 5) και ο γεωγράφος Στράβωνας αναφέρει, εκτός από το όνομα και τη θέση της: «ἵδρυται δ’ ἡ Πύρρα ἐν τῷ ἑσπερίῳ πλευρῷ τῆς Λέσβου, διέχουσα τῆς Μαλίας ἑκατὸν» (13. 2. 2) και «ὅθεν εἰς Μυτιλήνην ὑπέρβασις σταδίων ὀγδοήκοντα» (13. 2. 4). Στην εποχή του Στράβωνα (δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ.- αρχές του 1ου αι. μ.Χ.) αναφέρεται ότι η Πύρρα ήταν ένα ανοχύρωτο προάστιο με λιμάνι: «., τὸ δὲ προάστειον οἰκεῖται καὶ ἔχει λιμένα» (Στράβωνας 13. 2. 2). Στο προάστιο θα πρέπει να αναφέρεται και ο Plinius, όταν μας πληροφορεί ότι στην εποχή του (1ος αι. μ.Χ.) η Πύρρα ήταν μια από τις τρεις πόλεις του νησιού, που «restant Eresos, Pyrrha et libera Mytilene» ( H. N. V. XXXIX, 139). Για την ύπαρξη του λιμανιού μας πληροφορεί και ο Ψευδο-Σκύλακας στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. (Περίπλους, 97), όταν αναφέρει τις τέσσερις αρχαίες πόλεις της Λέσβου που είχαν ένα λιμάνι : «Νῆσος Αἰολὶς Λέσβος, ε΄ πόλεις ἔχουσα ἐν αὑτῇ τάσδε· Μήθυμναν, Ἄντισσαν, Ἐρεσὸν, Πύρραν καὶ λιμένα,…».
Αρχαιολογικά ευρήματα
Τα οικιστικά κατάλοιπα και τα αρχαιολογικά ευρήματα μας πληροφορούν για την εγκατάσταση στο χώρο από τα προϊστορικά και τα πρωτογεωμετρικά χρόνια. Η αρχαία πόλη κατέλαβε ένα οχυρό βραχώδες πλάτωμα, που σχηματίζεται στην κορυφή ενός λόφου, 77 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας σε μικρή απόσταση από τον κόλπο της Καλλονής, τον «Πυρραίων εὔριπον» των αρχαίων. Η θέση αυτή δεσπόζει στη γύρω θαλάσσια περιοχή και είναι ιδιαίτερα οχυρή από τη φύση της. Στα αρχαϊκά χρόνια ενισχύθηκε από αμυντικό τείχος, μήκους 1.5 χλμ., που ακολουθούσε το χείλος του πλατώματος και περιέκλειε έκταση 73 στρεμμάτων. Είναι κτισμένο με το Λέσβιο τρόπο δόμησης, τρόπο συνηθισμένο στην οικοδόμηση στη Λέσβο από τον 8ο αι. π.Χ. Οι τρεις πύλες, που είχε διακρίνει ο Γερμανός R. Koldewey και είχε αποτυπώσει ο H. Kiepert έχουν ανοιχθεί στις απολήξεις των φυσικών αναβάσεων των δύσβατων πλαγιών του πλατώματος. Τμήμα του τείχους και των αναλημματικών τοίχων πλάι στις προσβάσεις των πυλών σώζονται μέχρι σήμερα «κατά χώραν».
Οι περιορισμένης έκτασης ανασκαφικές έρευνες του 1906/07 από τον J. Boehlau πραγματοποιήθηκαν μέσα στα όρια της αρχαίας πόλης. Έφεραν στο φως αψιδωτό κτήριο των γεωμετρικών χρόνων, ανάλογο με αυτά που ανασκάφηκαν στη Μυτιλήνη, στη Μήθυμνα και στην Άντισσα. Στα αρχαϊκά χρόνια το αψιδωτό κτήριο επικαλύπτεται από συγκρότημα έξι δωματίων (τα δύο από αυτά προστέθηκαν πιθανόν στον 5ο αι. π.Χ., ενώ ένα δεύτερο συγκρότημα δωματίων ερμηνεύεται από τον ανασκαφέα ως ναός με βωμό στη δυτική πλευρά του. Η λατρευτική χρήση των κτιριακών εγκαταστάσεων είναι πιθανή. Σε όλη την έκταση της τειχισμένης πόλης είναι ορατά λείψανα τοίχων, κτισμένα με τη λεσβία οικοδομή.

Η γεωμορφολογία της παραλίας της πόλης με τα μικρά ακρωτήρια και τους απάνεμους όρμους έδινε ικανοποιητική λύση στο λιμενικό πρόβλημα της ευρύτερης περιοχής της επικράτειας της Πύρρας, στην οποία οι παραλίες βρίσκονται εκτεθειμένες στους βόρειους ανέμους. Το λιμάνι στα κλασσικά χρόνια βρισκόταν στα βόρεια του λόφου της πόλης κοντά στο ξωκλήσι της Αγίας Φωτεινής εκεί, όπου σήμερα διακρίνονται μόνο οι ορθογώνιες πέτρες των νεωρίων, με κλίση προς τη θάλασσα. Η κατασκευή αυτή σημειώνεται από τον Koldewey με μήκος 20μ. και πλάτος 6,50μ. Δυστυχώς οι προσχώσεις στο χώρο δεν επιτρέπουν να συμπεράνουμε για το μέγεθος του λιμανιού ή για άλλες τεχνικές συμπληρώσεις του.
Η ακμή της πόλης επιβεβαιώνεται από τα χάλκινα νομίσματα του 4ου αι. π.Χ. και τα εξαιρετικής ποιότητας και σπάνιας τυπολογίας πήλινα ειδώλια, που έφερε στο φως η ανασκαφή τάφων της νεκρόπολης της αρχαίας πόλης. Τα νομίσματα της πόλης εικονίζουν στον εμπροσθότυπο γυναικείο κεφάλι προς τα αριστερά, πιθανόν Αφροδίτης και στον οπισθότυπο αίγα με επιγραφή ΠΥΡ. Σύμφωνα με το H. Lolling η θέση του «προαστείου» του Στράβωνα, που θα πρέπει να κτίσθηκε μετά την καταστροφή της τειχισμένης πόλης, βρισκόταν στη νοτιοδυτική πλαγιά της πόλης. Η θέση αυτή για την εγκατάσταση του προαστίου στη σχετικά ομαλή πλαγιά του λόφου πλεονεκτεί σε σχέση με άλλες πιθανές θέσεις και ενισχύεται από την αφθονία των ελληνιστικών και ρωμαϊκών οστράκων, ενός ρωμαϊκού κτηρίου και οικοδομικών λειψάνων, που διακρίνονται μέχρι σήμερα μέσα στη θάλασσα.
Στα νότια του λόφου της αρχαίας πόλης και στα δυτικά του προαστίου υπάρχουν τα λείψανα ενός μεταγενέστερου μόλου, που ήταν σε χρήση για τις ανάγκες του προαστίου μετά τις ζημιές του παλιού λιμανιού από το σεισμό, που κατέστρεψε την πόλη. Η νεκρόπολη της Πύρρας χρονολογείται από τα πρωτογεωμετρικά χρόνια μέχρι και τα ελληνιστικά χρόνια.

Στα βορειοανατολικά της αρχαίας Πύρρας διακρίνονται τα λείψανα αρχαίας γέφυρας, κοντά στη σημερινή γέφυρα του ποταμού Βούβαρη και το αρχαίο λατομείο, από το οποίο λατόμευαν τραχείτη για την οικοδόμηση της αρχαίας πόλης.
Έρευνα-Κείμενο: Λίλλιαν Αχειλαρά, Αρχαιολόγος, επίτιμη Έφορος των Αρχαιοτήτων
από το βιβλίο Αγία Παρασκευή-Νάπη: Γνωριμία με τον Τόπο και τους Κατοίκους του (κεφάλαιο: Προϊστορική Περίοδος Αρχαία Χρόνια, Πύρρα, σελ 35-40)